ἀφίδρυντο

ἀφίδρυντο
ἀφί̱δρῡντο , ἀφιδρύω
remoue to another settlement
plup ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προμυλαία — ἡ, Α 1. η προστάτιδα τών μύλων θεά 2. (κατά τον Ησύχ.) «θεὸς ἱδρυμένη ἐν τοῑς μύλωσι» 3. (κατά τον Φώτ.) «θεὸς προμύλιος ἣν ἀφίδρυντο ἐν τοῑς μύλωσιν ὡς εὔνοστον». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μύλος / μύλη + κατάλ. αῖος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”